Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναστατωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αναστατωμένος
-
αναστατώνω
-
αναστασία
-
ανασταίνω
-
αναστατώνομαι
)
Συνώνυμα
ταράζομαι
συγχύζομαι
αγχώνομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
ησυχάζω
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη ταραχή ή σύγχυση.
Χάνω την ψυχραιμία μου λόγω έντονων συναισθημάτων.
Βρίσκομαι σε κατάσταση αναστάτωσης.
3
Παραδείγματα
Αναστατώθηκα όταν άκουσα τα νέα.
Μην αναστατώνεσαι τόσο για μικροπράγματα.
Η απρόσμενη είδηση τον αναστάτωσε πολύ.
3