1. Λέξη
    αναστατωμένος (επίθετο) - (παρόμοια: αναστατωθώ - αναμμένος - ματωμένος - αναστατώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ταραγμένος
    • συγκλονισμένος
    • αναστατωμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • χαλαρός
    • ατάραχος
    3
  4. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή ταραχής.
    • Που έχει διαταραχθεί η ψυχική του ηρεμία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήταν τόσο αναστατωμένος μετά την είδηση που δεν μπορούσε να μιλήσει.
    • Η αναστατωμένη κατάσταση στην αγορά προκάλεσε πανικό στους επενδυτές.
    2