Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναστατωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αναστατωθώ
-
αναμμένος
-
ματωμένος
-
αναστατώνω
)
Συνώνυμα
ταραγμένος
συγκλονισμένος
αναστατωμένος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
ατάραχος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή ταραχής.
Που έχει διαταραχθεί η ψυχική του ηρεμία.
2
Παραδείγματα
Ήταν τόσο αναστατωμένος μετά την είδηση που δεν μπορούσε να μιλήσει.
Η αναστατωμένη κατάσταση στην αγορά προκάλεσε πανικό στους επενδυτές.
2