1. Λέξη
    αναστατώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: ανασταίνομαι - αναστατώνω - αναμένομαι - αναστατωθώ)
  2. Συνώνυμα
    • ταράζομαι
    • συγχύζομαι
    • αγχώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • χαλαρώνω
    • ησυχάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη αναστάτωση ή σύγχυση.
    • Χάνω την ψυχραιμία μου λόγω έντονων συναισθημάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αναστατώθηκα πολύ όταν άκουσα τα νέα.
    • Μην αναστατώνεσαι τόσο εύκολα, προσπάθησε να ηρεμήσεις.
    2