Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναστατώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ανασταίνομαι
-
αναστατώνω
-
αναμένομαι
-
αναστατωθώ
)
Συνώνυμα
ταράζομαι
συγχύζομαι
αγχώνομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
χαλαρώνω
ησυχάζω
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη αναστάτωση ή σύγχυση.
Χάνω την ψυχραιμία μου λόγω έντονων συναισθημάτων.
2
Παραδείγματα
Αναστατώθηκα πολύ όταν άκουσα τα νέα.
Μην αναστατώνεσαι τόσο εύκολα, προσπάθησε να ηρεμήσεις.
2