Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανασταίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αναστατώνομαι
-
ανασταίνω
-
ζεσταίνομαι
-
αναμένομαι
-
αποφαίνομαι
-
φαίνομαι
-
μαίνομαι
-
αναστασία
-
αναδύομαι
)
Συνώνυμα
σηκώνομαι
εγείρομαι
αναγεννιέμαι
3
Αντώνυμα
πέφτω
καταρρέω
χάνομαι
3
Ορισμός
Να σηκώνομαι από μια θέση, ειδικά από το κρεβάτι ή από το έδαφος.
Να επανέρχομαι στη ζωή μετά τον θάνατο, όπως στην θρησκευτική έννοια.
Να αναπτύσσομαι ή να αναγεννιέμαι σε μια νέα κατάσταση ή φάση.
3
Παραδείγματα
Αναστήθηκε από το κρεβάτι μετά από μακρύ ύπνο.
Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, ο Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη ημέρα.
Η πόλη αναστήθηκε μετά τον πόλεμο, γεμάτη νέα κτίρια και ελπίδα.
3