1. Συνώνυμα
    • σηκώνομαι
    • εγείρομαι
    • αναγεννιέμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • πέφτω
    • καταρρέω
    • χάνομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να σηκώνομαι από μια θέση, ειδικά από το κρεβάτι ή από το έδαφος.
    • Να επανέρχομαι στη ζωή μετά τον θάνατο, όπως στην θρησκευτική έννοια.
    • Να αναπτύσσομαι ή να αναγεννιέμαι σε μια νέα κατάσταση ή φάση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Αναστήθηκε από το κρεβάτι μετά από μακρύ ύπνο.
    • Σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, ο Ιησούς αναστήθηκε την τρίτη ημέρα.
    • Η πόλη αναστήθηκε μετά τον πόλεμο, γεμάτη νέα κτίρια και ελπίδα.
    3