1. Λέξη
    μετατρέπω (ρήμα) - (παρόμοια: μετατρέψω - μετατρέπομαι - μετατροπή - μετατραπώ - μετατροπέας - ανατρέπω)
  2. Συνώνυμα
    • μεταμορφώνω
    • αλλάζω
    • μετασχηματίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διατηρώ
    • παραμένω
    • σταθεροποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να αλλάζω τη μορφή, τη φύση ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι.
    • Να μεταβάλλω κάτι σε διαφορετική μορφή ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετατρέπω το νερό σε πάγο με την ψύξη.
    • Η τεχνολογία μπορεί να μετατρέψει τον τρόπο που ζούμε.
    2