Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετατρέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
μετατρέψω
-
μετατρέπομαι
-
μετατροπή
-
μετατραπώ
-
μετατροπέας
-
ανατρέπω
)
Συνώνυμα
μεταμορφώνω
αλλάζω
μετασχηματίζω
3
Αντώνυμα
διατηρώ
παραμένω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να αλλάζω τη μορφή, τη φύση ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι.
Να μεταβάλλω κάτι σε διαφορετική μορφή ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Μετατρέπω το νερό σε πάγο με την ψύξη.
Η τεχνολογία μπορεί να μετατρέψει τον τρόπο που ζούμε.
2