1. Συνώνυμα
    • εγκαθιστώ
    • ορίζω
    • θέτω
    • εγκαθιδρύω
    4
  2. Αντώνυμα
    • καταλύω
    • αναιρώ
    • ακυρώνω
    • διαλύω
    4
  3. Ορισμός
    • να διορίσω κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα
    • να θεσπίσω ή να καθιερώσω κάτι με επίσημο τρόπο
    • να φέρω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο πρόεδρος θα καταστήσει τον νέο υπουργό αύριο.
    • Η κυβέρνηση σκοπεύει να καταστήσει νέους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.
    • Οι συνθήκες αυτές μπορούν να καταστήσουν τη ζωή μας πιο εύκολη.
    3