Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καταστήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
εγκαταστήσω
-
κατακτήσω
-
αποκαταστήσω
-
αντικαταστήσω
-
καταστεί
-
καταστολή
-
κατασχέσω
-
κατανοήσω
-
κατασκευαστής
-
καταστρέψω
-
καταστρέφω
-
καταστραφώ
-
καταστροφή
-
καταστατικό
-
κατασκευάσω
-
καταδώσω
-
καταστροφέας
-
καταστρέψεις
)
Συνώνυμα
εγκαθιστώ
ορίζω
θέτω
εγκαθιδρύω
4
Αντώνυμα
καταλύω
αναιρώ
ακυρώνω
διαλύω
4
Ορισμός
να διορίσω κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα
να θεσπίσω ή να καθιερώσω κάτι με επίσημο τρόπο
να φέρω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
3
Παραδείγματα
Ο πρόεδρος θα καταστήσει τον νέο υπουργό αύριο.
Η κυβέρνηση σκοπεύει να καταστήσει νέους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι συνθήκες αυτές μπορούν να καταστήσουν τη ζωή μας πιο εύκολη.
3