Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αντιπαθητικός (επίθετο) - (παρόμοια:
παθητικός
-
αντιπαθώ
-
συμπαθητικός
-
αντιπαθής
-
τηλεπαθητικός
-
ατλαντικός
-
απωθητικός
-
αντικοινωνικός
-
αντικειμενικός
-
αντρικός
)
Συνώνυμα
απεχθής
δυσάρεστος
μισήσιμος
3
Αντώνυμα
συμπαθητικός
αγαπητός
ευχάριστος
3
Ορισμός
Που προκαλεί αντιπάθεια ή δυσαρέσκεια.
Που χαρακτηρίζεται από εχθρική ή αρνητική στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο αντιπαθητικός συνάδελφος έκανε τη ζωή μου δύσκολη.
Η συμπεριφορά του ήταν τόσο αντιπαθητική που όλοι τον απέφευγαν.
2