Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ενεργοποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
απενεργοποιούμαι
-
ενεργοποιώ
-
ειδοποιούμαι
-
ενεργοποίηση
-
ταυτοποιούμαι
-
τακτοποιούμαι
-
ικανοποιούμαι
)
Συνώνυμα
ενεργοποιώ
προσπαθώ
δραστηριοποιούμαι
3
Αντώνυμα
απενεργοποιούμαι
αδρανώ
αδρανοποιούμαι
3
Ορισμός
Να γίνομαι ενεργός ή να αρχίζω να λειτουργώ.
Να συμμετέχω σε μια δραστηριότητα ή να αναλαμβάνω πρωτοβουλίες.
2
Παραδείγματα
Ο υπολογιστής ενεργοποιήθηκε μετά από μερικά λεπτά.
Αφού διάβασε το βιβλίο, ενεργοποιήθηκε και άρχισε να γράφει τη δική του ιστορία.
2