Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαλύπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκαλύπτομαι
-
αποκρύπτω
-
ανακαλύπτω
-
καλύπτω
-
αποκαλώ
-
αποκαλέσω
)
Συνώνυμα
φανερώνω
εκθέτω
αποκαλύπτω
3
Αντώνυμα
κρύβω
αποκρύπτω
καλύπτω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι γνωστό ή ορατό που ήταν κρυφό ή άγνωστο.
Εμφανίζω κάτι που ήταν κρυμμένο ή μη φανερό.
2
Παραδείγματα
Η έρευνα αποκάλυψε νέα στοιχεία για το έγκλημα.
Ο καλλιτέχνης αποκάλυψε το νέο του έργο στη δημόσια εκδήλωση.
2