1. Λέξη
    αποκαλύπτω (ρήμα) - (παρόμοια: αποκαλύπτομαι - αποκρύπτω - ανακαλύπτω - καλύπτω - αποκαλώ - αποκαλέσω)
  2. Συνώνυμα
    • φανερώνω
    • εκθέτω
    • αποκαλύπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβω
    • αποκρύπτω
    • καλύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι γνωστό ή ορατό που ήταν κρυφό ή άγνωστο.
    • Εμφανίζω κάτι που ήταν κρυμμένο ή μη φανερό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η έρευνα αποκάλυψε νέα στοιχεία για το έγκλημα.
    • Ο καλλιτέχνης αποκάλυψε το νέο του έργο στη δημόσια εκδήλωση.
    2