1. Συνώνυμα
    • απομονωμένος
    • αποσυνδεδεμένος
    • αποκομμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • συνδεδεμένος
    • ενωμένος
    • ενσωματωμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει αποκοπεί ή απομονωθεί από κάτι.
    • Που δεν έχει επαφή ή σύνδεση με άλλους ή με κάτι άλλο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν αποκομμένος λόγω των χιονοπτώσεων.
    • Μετά την καταιγίδα, το χωριό έμεινε αποκομμένο από την υπόλοιπη πόλη.
    2