Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκομμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αποκλεισμένος
-
απομονωμένος
-
αποξηραμένος
-
αποτυχημένος
-
αναμμένος
-
απορροφημένος
-
αποφασισμένος
-
απωθημένος
)
Συνώνυμα
απομονωμένος
αποσυνδεδεμένος
αποκομμένος
3
Αντώνυμα
συνδεδεμένος
ενωμένος
ενσωματωμένος
3
Ορισμός
Που έχει αποκοπεί ή απομονωθεί από κάτι.
Που δεν έχει επαφή ή σύνδεση με άλλους ή με κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν αποκομμένος λόγω των χιονοπτώσεων.
Μετά την καταιγίδα, το χωριό έμεινε αποκομμένο από την υπόλοιπη πόλη.
2