1. Λέξη
    αποφασίσω (ρήμα) - (παρόμοια: αποφασίζω - αποφασίζομαι - αποφασιζω - αποφασιστώ - αποφασιστικά)
  2. Συνώνυμα
    • καθορίζω
    • επιλέγω
    • ορίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • διστάζω
    • αμφιταλαντεύομαι
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να πάρω μια τελική απόφαση ή να επιλέξω μια πορεία δράσης.
    • Να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα ή να λύσω ένα πρόβλημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να πάρω διακοπές το καλοκαίρι.
    • Μετά από πολλή σκέψη, αποφάσισε να αλλάξει καριέρα.
    2