1. Λέξη
    αρραβωνιαστικιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αρραβωνιαστικός - αρραβωνιαστώ - αρραβωνιασμένος - αρραβωνιάζω)
  2. Συνώνυμα
    • μνηστή
    • προικωμένη
    2
  3. Αντώνυμα
    • αδέσμευτη
    • ελεύθερη
    2
  4. Ορισμός
    • Η γυναίκα που έχει δεσμευτεί με άνδρα μέσω αρραβώνα.
    • Η γυναίκα που έχει υποσχεθεί να παντρευτεί κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αρραβωνιαστικιά του φορούσε ένα όμορφο δαχτυλίδι.
    • Η αρραβωνιαστικιά του έδωσε την υπόσχεση ότι θα τον παντρευτεί.
    2