Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρραβωνιαστικιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αρραβωνιαστικός
-
αρραβωνιαστώ
-
αρραβωνιασμένος
-
αρραβωνιάζω
)
Συνώνυμα
μνηστή
προικωμένη
2
Αντώνυμα
αδέσμευτη
ελεύθερη
2
Ορισμός
Η γυναίκα που έχει δεσμευτεί με άνδρα μέσω αρραβώνα.
Η γυναίκα που έχει υποσχεθεί να παντρευτεί κάποιον.
2
Παραδείγματα
Η αρραβωνιαστικιά του φορούσε ένα όμορφο δαχτυλίδι.
Η αρραβωνιαστικιά του έδωσε την υπόσχεση ότι θα τον παντρευτεί.
2