Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρραβωνιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αρραβωνιαστώ
-
αρραβωνιαστικιά
-
αρραβωνιαστικός
-
αηδιασμένος
-
αρραβωνιάζω
)
Συνώνυμα
εμπιστευτικός
δεσμευμένος
υπόσχεση
3
Αντώνυμα
αδέσμευτος
ελεύθερος
2
Ορισμός
Αυτός που έχει δεσμευτεί με αρραβώνα για γάμο.
Αυτός που έχει δεσμευτεί με κάποια υπόσχεση ή συμφωνία.
2
Παραδείγματα
Ο αρραβωνιασμένος ζεύγος ετοιμάζεται για το γάμο τους.
Είναι αρραβωνιασμένος εδώ και δύο χρόνια.
2