Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρραβωνιαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αρραβωνιαστικιά
-
αρραβωνιαστώ
-
αρραβωνιασμένος
-
αστικός
-
αρραβωνιάζω
-
αηδιαστικός
-
βιαστικός
)
Συνώνυμα
προμνηστικός
προσφιλής
αγαπημένος
3
Αντώνυμα
αποξενωμένος
αποστροφικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τον αρραβώνα ή που αναφέρεται σε αυτόν.
Που έχει σχέση με την περίοδο πριν τον γάμο.
2
Παραδείγματα
Ο αρραβωνιαστικός δακτύλιος είναι σύμβολο αγάπης και δέσμευσης.
Η αρραβωνιαστικιά της φορούσε μια όμορφη φούστα για την τελετή.
2