Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασφαλιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ασφαλιστική
-
ασφαλιστής
-
αστικός
-
ρεαλιστικός
-
ολιστικός
-
βαλλιστικός
-
αγωνιστικός
-
ασφαλτός
-
ασφαλισμένος
-
απελπιστικός
-
πειστικός
-
ασιατικός
-
εθιστικός
-
οριστικός
)
Συνώνυμα
ασφαλιστέος
ασφαλιστικός χαρακτήρας
2
Αντώνυμα
ανασφάλιστος
μη ασφαλιστικός
2
Ορισμός
Που σχετίζεται με την ασφάλιση ή προορίζεται για αυτήν.
Που έχει σχέση με την προστασία από κινδύνους ή ζημίες.
2
Παραδείγματα
Η ασφαλιστική εταιρεία προσφέρει ποικίλα πακέτα για τους πελάτες της.
Ο ασφαλιστικός φάκελος περιέχει όλα τα απαραίτητα έγγραφα.
2