1. Συνώνυμα
    • εξασφαλισμένος
    • προστατευμένος
    • εγγυημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροστάτευτος
    • εξογκωμένος
    • επικίνδυνος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει καλυφθεί από ασφάλεια ή έχει λάβει μέτρα προστασίας.
    • Που δεν κινδυνεύει ή δεν υπάρχει κίνδυνος για αυτόν.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ασφαλισμένος οδηγός δεν ανησυχεί για τυχόν ατυχήματα.
    • Η ασφαλισμένη περιουσία του είναι προστατευμένη από πυρκαγιές.
    2