Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασφαλισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
εξασφαλισμένος
-
ζαλισμένος
-
οπλισμένος
-
ασφαλιστής
-
ασφαλιστική
-
απελπισμένος
-
εξοπλισμένος
-
ασφαλιστικός
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
σκισμένος
-
εθισμένος
-
ορισμένος
)
Συνώνυμα
εξασφαλισμένος
προστατευμένος
εγγυημένος
3
Αντώνυμα
απροστάτευτος
εξογκωμένος
επικίνδυνος
3
Ορισμός
Που έχει καλυφθεί από ασφάλεια ή έχει λάβει μέτρα προστασίας.
Που δεν κινδυνεύει ή δεν υπάρχει κίνδυνος για αυτόν.
2
Παραδείγματα
Ο ασφαλισμένος οδηγός δεν ανησυχεί για τυχόν ατυχήματα.
Η ασφαλισμένη περιουσία του είναι προστατευμένη από πυρκαγιές.
2