Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφηρημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
αργοπορημένος
-
αγαπημένος
-
απωθημένος
-
ψημένος
-
αφοσιωμένος
-
αφιερωμένος
-
τιμωρημένος
)
Συνώνυμα
αποσπασμένος
αμέριμνος
ξεμυαλισμένος
3
Αντώνυμα
συγκεντρωμένος
προσεκτικός
επίγνωστος
3
Ορισμός
που δεν δίνει προσοχή σε αυτό που συμβαίνει γύρω του
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη συγκέντρωσης
που αφορά κάτι απρόσωπο ή θεωρητικό
3
Παραδείγματα
Ήταν τόσο αφηρημένος που πέρασε δίπλα από το σπίτι του χωρίς να το καταλάβει.
Η αφηρημένη έκφραση του προσώπου του έδειχνε ότι σκεφτόταν κάτι άλλο.
Η φιλοσοφία ασχολείται με αφηρημένες έννοιες όπως η αλήθεια και η δικαιοσύνη.
3