1. Συνώνυμα
    • αφιερωτικός
    • αφιερωμένος
    • αφιερωμένος σε κάτι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αφιέρωτος
    • μη αφιερωμένος
    2
  3. Ορισμός
    • Που έχει αφιερωθεί σε κάποιον ή κάτι, που έχει διατεθεί για συγκεκριμένο σκοπό.
    • Που εκφράζει ή δείχνει αφιέρωση σε κάποιον ή κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του συγγραφέα.
    • Ένα αφιερωμένο πάρτι για τα γενέθλιά της.
    2