Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφιερωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
λερωμένος
-
αφοσιωμένος
-
απελευθερωμένος
-
ενημερωμένος
-
ιδρωμένος
-
αγχωμένος
-
αφιερώ
-
αφηρημένος
-
πληρωμένος
)
Συνώνυμα
αφιερωτικός
αφιερωμένος
αφιερωμένος σε κάτι
3
Αντώνυμα
αφιέρωτος
μη αφιερωμένος
2
Ορισμός
Που έχει αφιερωθεί σε κάποιον ή κάτι, που έχει διατεθεί για συγκεκριμένο σκοπό.
Που εκφράζει ή δείχνει αφιέρωση σε κάποιον ή κάτι.
2
Παραδείγματα
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του συγγραφέα.
Ένα αφιερωμένο πάρτι για τα γενέθλιά της.
2