Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αγχωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χωμένος
-
αγαπημένος
-
αφοσιωμένος
-
αφιερωμένος
-
ενωμένος
-
πιωμένος
-
ηνωμένος
-
απομονωμένος
)
Συνώνυμα
ανήσυχος
τεντωμένος
ανησυχημένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
ήρεμος
αναπαυμένος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση άγχους ή έντασης.
Που δείχνει ή νιώθει έντονη ανησυχία.
2
Παραδείγματα
Ήταν πολύ αγχωμένος πριν από την ομιλία του.
Η αγχωμένη έκφραση του προσώπου της έδειχνε την ανησυχία της.
2