1. Λέξη
    βασανιστικό (επίθετο) - (παρόμοια: βασανιστικός - βασανιστήριο - βασανισμός - βασανισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • οδυνηρός
    • πονοβόρος
    • ταλαιπωρημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανώδυνος
    • ευχάριστος
    • ανακουφιστικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο.
    • Που χαρακτηρίζεται από βαθιά θλίψη ή δυσφορία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής βίωσε βασανιστικούς πόνους μετά την επέμβαση.
    • Η αναμονή για τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν μια βασανιστική εμπειρία.
    2