Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανιστικό (επίθετο) - (παρόμοια:
βασανιστικός
-
βασανιστήριο
-
βασανισμός
-
βασανισμένος
)
Συνώνυμα
οδυνηρός
πονοβόρος
ταλαιπωρημένος
3
Αντώνυμα
ανώδυνος
ευχάριστος
ανακουφιστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί σωματικό ή ψυχικό πόνο.
Που χαρακτηρίζεται από βαθιά θλίψη ή δυσφορία.
2
Παραδείγματα
Ο ασθενής βίωσε βασανιστικούς πόνους μετά την επέμβαση.
Η αναμονή για τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν μια βασανιστική εμπειρία.
2