Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανιστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βασανιστικό
-
βασανισμός
-
βαλλιστικός
-
βασανιστήριο
-
βασικός
-
βομβιστικός
-
αγωνιστικός
-
βασανισμένος
-
βασιλικός
-
εθιστικός
-
οριστικός
-
βιαστικός
-
ολιστικός
-
βαρυτικός
-
πειστικός
)
Συνώνυμα
οδυνηρός
πολύπονος
βασανιστήριος
τρομερός
4
Αντώνυμα
ευχάριστος
ανακουφιστικός
χαλαρωτικός
ευάρεστος
4
Ορισμός
που προκαλεί μεγάλη σωματική ή ψυχική οδύνη
που σχετίζεται με βασανιστήρια ή μεγάλη ταλαιπωρία
που είναι εξαιρετικά δυσάρεστος ή επώδυνος
3
Παραδείγματα
Οι βασανιστικοί πόνους του δεν του επέτρεπαν να κοιμηθεί.
Η βασανιστική αναμονή για τα αποτελέσματα των εξετάσεων τον είχε κουράσει ψυχικά.
Οι βασανιστικές συνθήκες στη φυλακή ήταν αφόρητες.
3