Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βασανισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
βασισμένος
-
βασανισμός
-
εξαφανισμένος
-
σκονισμένος
-
βασανιστικό
-
βαμμένος
-
κανονισμένος
-
βασανιστικός
-
τσαντισμένος
-
βασανιστήριο
-
σκισμένος
-
χτισμένος
-
ορισμένος
-
πεισμένος
-
εθισμένος
)
Συνώνυμα
ταλαιπωρημένος
δυστυχισμένος
ταραγμένος
3
Αντώνυμα
ευτυχισμένος
χαρούμενος
ήρεμος
3
Ορισμός
Αυτός που υποφέρει ψυχικά ή σωματικά.
Αυτός που βιώνει μεγάλη δυσφορία ή αγωνία.
2
Παραδείγματα
Ο βασανισμένος άνδρας δεν μπορούσε να βρει ησυχία.
Η βασανισμένη ψυχή της έδειχνε στα μάτια της.
2