1. Λέξη
    βασανιστήριο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: βασανιστικό - βασανιστικός - βασανισμός - βακτήριο - βασανισμένος - πειστήριο)
  2. Συνώνυμα
    • ταλαιπωρία
    • δυστυχία
    • πόνος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευτυχία
    • ανάπαυση
    • ανακούφιση
    3
  4. Ορισμός
    • Η έντονη σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία που προκαλείται από κάποιον ή κάτι.
    • Μια κατάσταση ή εμπειρία που προκαλεί μεγάλη δυσφορία ή ταλαιπωρία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι αιχμάλωτοι υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια για να αποκαλύψουν πληροφορίες.
    • Η αναμονή για τα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν ένα πραγματικό βασανιστήριο.
    2