1. Λέξη
    γιατρέψω (ρήμα) - (παρόμοια: γιατρέ - γιατρός - γιατρειά - γιατρικό - γιατρεύω - μετατρέψω)
  2. Συνώνυμα
    • θεραπεύω
    • ιατρεύω
    • κουράρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρρωσταίνω
    • πληγώνω
    • βλάπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον υγιή ξανά, να αποκαταστήσω την υγεία του.
    • Να διορθώσω ή να φτιάξω κάτι που είναι χαλασμένο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός κατάφερε να γιατρέψει τον ασθενή.
    • Η αγάπη μπορεί να γιατρέψει πολλές πληγές.
    2