Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γιατρικό (επίθετο) - (παρόμοια:
γιατρέ
-
γιατρός
-
γιατρεύω
-
ιατρικός
-
γιατρειά
-
γιατρέψω
)
Συνώνυμα
θεραπευτικό
ιατρικό
φαρμακευτικό
3
Αντώνυμα
βλαβερό
τοξικό
επιβλαβές
3
Ορισμός
Σχετικός με την ιατρική ή τις θεραπευτικές μεθόδους.
Που έχει θεραπευτικές ή φαρμακευτικές ιδιότητες.
2
Παραδείγματα
Το φυτό αυτό έχει γιατρικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή ιατρική.
Ο γιατρός του έδωσε μια γιατρική αγωγή για να αντιμετωπίσει τον πυρετό.
2