1. Λέξη
    γιατρός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γιατρέ - ιατρός - γιατρικό - γιατρειά - γιατρεύω - γιατρέψω)
  2. Συνώνυμα
    • ιατρός
    • εφημερεύων
    • θεραπευτής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ασθενής
    • ασθενής
    2
  4. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ασχολείται με την ιατρική και την περίθαλψη των ασθενών.
    • Άτομο που έχει πτυχίο ιατρικής και ασκεί την ιατρική τέχνη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός εξέτασε τον ασθενή και του έγραψε τα απαραίτητα φάρμακα.
    • Η γιατρός συνέστησε στον ασθενή να κάνει περισσότερη άσκηση.
    2