1. Λέξη
    γιατρειά (ουσιαστικό) - (παρόμοια: γιατρεύω - γιατρέ - γιατρός - γιατρικό - γιατρέψω)
  2. Συνώνυμα
    • θεραπεία
    • ιατρική
    • φάρμακο
    • γιατρεία
    4
  3. Αντώνυμα
    • ασθένεια
    • πάθηση
    • αρρώστια
    3
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή η μέθοδος θεραπείας μιας ασθένειας ή τραυματισμού.
    • Το σύνολο των μεθόδων και των πρακτικών που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση της υγείας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιατρειά του πόνου απαιτεί υπομονή και καλή διατροφή.
    • Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν βότανα για την γιατρειά των ασθενειών.
    2