Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γιατρειά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γιατρεύω
-
γιατρέ
-
γιατρός
-
γιατρικό
-
γιατρέψω
)
Συνώνυμα
θεραπεία
ιατρική
φάρμακο
γιατρεία
4
Αντώνυμα
ασθένεια
πάθηση
αρρώστια
3
Ορισμός
Η διαδικασία ή η μέθοδος θεραπείας μιας ασθένειας ή τραυματισμού.
Το σύνολο των μεθόδων και των πρακτικών που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση της υγείας.
2
Παραδείγματα
Η γιατρειά του πόνου απαιτεί υπομονή και καλή διατροφή.
Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν βότανα για την γιατρειά των ασθενειών.
2