1. Συνώνυμα
    • ψαράδικος
    • αλιευτικός
    • ψαρικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • μη αλιευτικός
    • αψαράδικος
    2
  3. Ορισμός
    • Σχετικός με το ψάρεμα ή την αλιεία.
    • Που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο αλιευτικός εξοπλισμός είναι απαραίτητος για το ψάρεμα.
    • Η αλιευτική βιομηχανία είναι σημαντική για την οικονομία της περιοχής.
    2