Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αλιευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ανιχνευτικός
-
μαγευτικός
-
χορευτικός
-
αναλυτικός
-
απογοητευτικός
-
δυτικός
-
αστικός
-
αναπαυτικός
-
γοητευτικός
)
Συνώνυμα
ψαράδικος
αλιευτικός
ψαρικός
3
Αντώνυμα
μη αλιευτικός
αψαράδικος
2
Ορισμός
Σχετικός με το ψάρεμα ή την αλιεία.
Που ανήκει ή αναφέρεται στην αλιεία.
2
Παραδείγματα
Ο αλιευτικός εξοπλισμός είναι απαραίτητος για το ψάρεμα.
Η αλιευτική βιομηχανία είναι σημαντική για την οικονομία της περιοχής.
2