1. Λέξη
    γονιμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ωριμότητα - εντιμότητα - ετοιμότητα - νομιμότητα - χρησιμότητα - θνησιμότητα)
  2. Συνώνυμα
    • γεννητικότητα
    • αναπαραγωγικότητα
    • παραγωγικότητα
    3
  3. Αντώνυμα
    • στειρότητα
    • αγονία
    2
  4. Ορισμός
    • Η ικανότητα ενός οργανισμού να παράγει απογόνους.
    • Το ποσοστό των γεννήσεων σε έναν πληθυσμό.
    • Η ικανότητα του εδάφους να παράγει βλάστηση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η γονιμότητα των θηλαστικών ποικίλλει ανάλογα με το είδος.
    • Στην Ελλάδα, η γονιμότητα έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
    • Το χωράφι έχει υψηλή γονιμότητα λόγω της πλούσιας σύνθεσης του εδάφους.
    3