Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γονιμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ωριμότητα
-
εντιμότητα
-
ετοιμότητα
-
νομιμότητα
-
χρησιμότητα
-
θνησιμότητα
)
Συνώνυμα
γεννητικότητα
αναπαραγωγικότητα
παραγωγικότητα
3
Αντώνυμα
στειρότητα
αγονία
2
Ορισμός
Η ικανότητα ενός οργανισμού να παράγει απογόνους.
Το ποσοστό των γεννήσεων σε έναν πληθυσμό.
Η ικανότητα του εδάφους να παράγει βλάστηση.
3
Παραδείγματα
Η γονιμότητα των θηλαστικών ποικίλλει ανάλογα με το είδος.
Στην Ελλάδα, η γονιμότητα έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.
Το χωράφι έχει υψηλή γονιμότητα λόγω της πλούσιας σύνθεσης του εδάφους.
3