Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ωριμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
νομιμότητα
-
εντιμότητα
-
γονιμότητα
-
ετοιμότητα
-
χρησιμότητα
-
θνησιμότητα
)
Συνώνυμα
ώριμη ηλικία
πλήρης ανάπτυξη
εμπειρία
3
Αντώνυμα
αφέλεια
ανωριμότητα
αναπτυξιακή καθυστέρηση
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ώριμος, δηλαδή να έχει φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη σωματική, διανοητική ή συναισθηματική.
Η κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός έχει φτάσει στο στάδιο της πλήρους ανάπτυξης.
Η ικανότητα ενός ατόμου να αντιμετωπίζει καταστάσεις με υπευθυνότητα και σοβαρότητα.
3
Παραδείγματα
Η ωριμότητα του χαρακτήρα του φάνηκε από τον τρόπο που αντιμετώπισε την κρίση.
Τα φρούτα πρέπει να συλλέγονται όταν φτάσουν σε πλήρη ωριμότητα.
Η ψυχολογική ωριμότητα είναι σημαντική για την ανάπτυξη υγιών σχέσεων.
3