1. Λέξη
    ωριμότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: νομιμότητα - εντιμότητα - γονιμότητα - ετοιμότητα - χρησιμότητα - θνησιμότητα)
  2. Συνώνυμα
    • ώριμη ηλικία
    • πλήρης ανάπτυξη
    • εμπειρία
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφέλεια
    • ανωριμότητα
    • αναπτυξιακή καθυστέρηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος ώριμος, δηλαδή να έχει φτάσει σε πλήρη ανάπτυξη σωματική, διανοητική ή συναισθηματική.
    • Η κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός έχει φτάσει στο στάδιο της πλήρους ανάπτυξης.
    • Η ικανότητα ενός ατόμου να αντιμετωπίζει καταστάσεις με υπευθυνότητα και σοβαρότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ωριμότητα του χαρακτήρα του φάνηκε από τον τρόπο που αντιμετώπισε την κρίση.
    • Τα φρούτα πρέπει να συλλέγονται όταν φτάσουν σε πλήρη ωριμότητα.
    • Η ψυχολογική ωριμότητα είναι σημαντική για την ανάπτυξη υγιών σχέσεων.
    3