Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάσταση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάσπαση
-
διάβαση
-
διάσωση
-
ανάσταση
-
διάσειση
-
διάστημα
-
κατάσταση
-
παράσταση
-
μετάσταση
)
Συνώνυμα
μέγεθος
εκτατικότητα
προέκταση
3
Αντώνυμα
συμπίεση
συρρίκνωση
2
Ορισμός
Η ιδιότητα ενός αντικειμένου να έχει μήκος, πλάτος ή ύψος.
Μια από τις βασικές φυσικές ποσότητες που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το χώρο.
Σε μεταφορική έννοια, η έκταση ή το εύρος μιας κατάστασης ή ενός φαινομένου.
3
Παραδείγματα
Το δωμάτιο έχει διαστάσεις 5 μέτρα μήκος και 3 μέτρα πλάτος.
Η διάσταση του προβλήματος είναι μεγαλύτερη από ό,τι φανταζόμασταν.
Στην φυσική, ο χώρος έχει τρεις διαστάσεις.
3