Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διάσειση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
διάσωση
-
διάκριση
-
διάσταση
-
διάσπαση
)
Συνώνυμα
τραυματισμός
πλήγμα
σύγχυση
3
Αντώνυμα
υγεία
ευεξία
σταθερότητα
3
Ορισμός
Μια ιατρική κατάσταση που προκαλείται από έναν ισχυρό κτύπο στο κεφάλι και χαρακτηρίζεται από προσωρινή απώλεια συνείδησης ή σύγχυση.
Μια κατάσταση σύγχυσης ή ταραχής που προκαλείται από ένα ξαφνικό ή βίαιο γεγονός.
2
Παραδείγματα
Ο αθλητής υπέστη διάσειση μετά την πτώση του.
Η έκρηξη προκάλεσε διάσειση στους περισσότερους κατοίκους της περιοχής.
2