1. Λέξη
    διάσειση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: διάσωση - διάκριση - διάσταση - διάσπαση)
  2. Συνώνυμα
    • τραυματισμός
    • πλήγμα
    • σύγχυση
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγεία
    • ευεξία
    • σταθερότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Μια ιατρική κατάσταση που προκαλείται από έναν ισχυρό κτύπο στο κεφάλι και χαρακτηρίζεται από προσωρινή απώλεια συνείδησης ή σύγχυση.
    • Μια κατάσταση σύγχυσης ή ταραχής που προκαλείται από ένα ξαφνικό ή βίαιο γεγονός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αθλητής υπέστη διάσειση μετά την πτώση του.
    • Η έκρηξη προκάλεσε διάσειση στους περισσότερους κατοίκους της περιοχής.
    2