Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δικογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
βιογραφία
-
δημοσιογραφία
-
φωτογραφία
-
τομογραφία
-
ορθογραφία
-
χορογραφία
-
πορνογραφία
-
τοιχογραφία
)
Συνώνυμα
έγγραφο
πρωτόκολλο
ενημέρωση
3
Αντώνυμα
προφορική δήλωση
προφορική αναφορά
2
Ορισμός
Γραπτό έγγραφο που περιέχει πληροφορίες ή αποδείξεις σχετικά με μια υπόθεση.
Επίσημο έγγραφο που κατατίθεται σε δικαστήριο ή δημόσια αρχή.
2
Παραδείγματα
Η δικογραφία της υπόθεσης ήταν πολύ λεπτομερής.
Ο δικηγόρος μελέτησε την δικογραφία πριν από την ακροαματική διαδικασία.
2