Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τομογραφία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τοιχογραφία
-
βιογραφία
-
ορθογραφία
-
χορογραφία
-
φωτογραφία
-
δικογραφία
-
τομογράφος
-
πορνογραφία
)
Συνώνυμα
αξονική τομογραφία
CT
ακτινολογική εξέταση
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μια ακτινολογική μέθοδος που χρησιμοποιεί υπολογιστή για τη δημιουργία λεπτομερών εικόνων του σώματος.
Μια διαγνωστική τεχνική που συνδυάζει ακτίνες Χ και υπολογιστική τεχνολογία για την παραγωγή εικόνων διατομών του σώματος.
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός πρότεινε να κάνω μια τομογραφία για να εξεταστεί ο τραυματισμός μου.
Η τομογραφία έδειξε μια μικρή ανωμαλία στον εγκέφαλο.
2