Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
διπολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πολικός
-
διαβολικός
-
δικός
-
ολικός
-
βολικός
-
σχολικός
-
διπλωματικός
)
Συνώνυμα
αμφίπολος
διπολικός
2
Αντώνυμα
μονοπολικός
απολικός
2
Ορισμός
που έχει δύο πόλους ή χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δύο πόλων
που αναφέρεται ή σχετίζεται με διπολική διάταξη ή κατάσταση
2
Παραδείγματα
Η διπολική διαταραχή είναι μια ψυχιατρική πάθηση.
Το μαγνητικό πεδίο της Γης είναι διπολικό.
2