Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δολοφονήθηκε (ρήμα) - (παρόμοια:
δολοφονήσω
-
δολοφονώ
-
δολοφονία
-
δολοφονικός
-
δολοφονούμαι
)
Συνώνυμα
φονεύτηκε
σκοτώθηκε
εκτελέστηκε
3
Αντώνυμα
επέζησε
γλύτωσε
διασώθηκε
3
Ορισμός
Σκοτώθηκε με πρόθεση και μεθοδικότητα, συνήθως από κάποιον άλλο.
Βρήκε βίαιο θάνατο λόγω εγκληματικής ενέργειας.
2
Παραδείγματα
Ο πολιτικός δολοφονήθηκε εν ψυχρώ από άγνωστους.
Η οικογένεια θρηνεί τον αδερφό τους που δολοφονήθηκε πέρυσι.
2