1. Λέξη
    δολοφονία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δολοφονώ - δολοφονήσω - δολοφονικός - δολοφονούμαι - δολοφονήθηκε - δολοφονούνται)
  2. Συνώνυμα
    • φόνος
    • ανθρωποκτονία
    • δολοφόνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • σωτηρία
    • προστασία
    • διαφύλαξη
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της σκόπιμης και παράνομης θανάτωσης ενός ανθρώπου.
    • Η εγκληματική ενέργεια που περιλαμβάνει τη σκόπιμη και παράνομη θανάτωση ενός ανθρώπου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η δολοφονία του πολιτικού προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση.
    • Ο ύποπτος για τη δολοφονία συνελήφθη από την αστυνομία.
    2