Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δολοφονικός (επίθετο) - (παρόμοια:
δολοφονώ
-
δολοφονία
-
δολοφονήσω
-
φονικός
-
δολοφονήθηκε
-
δολοφονούμαι
-
δολοφονούνται
-
δαιμονικός
)
Συνώνυμα
φονικός
θανατηφόρος
πονηρός
3
Αντώνυμα
αθώος
ακίνδυνος
αβλαβής
3
Ορισμός
που σχετίζεται με δολοφονία ή έχει σκοπό να σκοτώσει
που χαρακτηρίζεται από δόλο ή ύπουλη ενέργεια
2
Παραδείγματα
Ο δολοφονικός εχθρός του τον παρακολουθούσε για μήνες.
Η δολοφονική επίθεση έγινε με ψυχραιμία.
2