Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δολοφονούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δολοφονούνται
-
δονούμαι
-
δολοφονώ
-
δολοφονία
-
δολοφονήσω
-
δολοφονικός
-
δολοφονήθηκε
)
Συνώνυμα
δολοφονώ
φονεύω
σκοτώνω
εκτελώ
4
Αντώνυμα
προστατεύω
διασώζω
σώζω
3
Ορισμός
Να σκοτώνω κάποιον με δόλο ή με προμελέτη.
Να εξοντώνω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
2
Παραδείγματα
Ο ηγέτης δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Η οικογένεια θρηνεί για το μέλος της που δολοφονήθηκε.
2