1. Συνώνυμα
    • δολοφονώ
    • φονεύω
    • σκοτώνω
    • εκτελώ
    4
  2. Αντώνυμα
    • προστατεύω
    • διασώζω
    • σώζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να σκοτώνω κάποιον με δόλο ή με προμελέτη.
    • Να εξοντώνω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ηγέτης δολοφονήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
    • Η οικογένεια θρηνεί για το μέλος της που δολοφονήθηκε.
    2