Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δονούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
δολοφονούμαι
-
προπονούμαι
-
αρνούμαι
-
κινούμαι
-
διηγούμαι
)
Συνώνυμα
κλονίζομαι
σαλεύω
ταράσσομαι
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
σταθεροποιούμαι
2
Ορισμός
κινώ γρήγορα πέρα δώθε ή πάνω κάτω
βρίσκομαι σε κατάσταση ταραχής ή αναστάτωσης
2
Παραδείγματα
Το δέντρο δονείται από τον άνεμο.
Δονήθηκα από τα νέα του θανάτου του.
2