1. Λέξη
    δονούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: δολοφονούμαι - προπονούμαι - αρνούμαι - κινούμαι - διηγούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • κλονίζομαι
    • σαλεύω
    • ταράσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • σταθεροποιούμαι
    2
  4. Ορισμός
    • κινώ γρήγορα πέρα δώθε ή πάνω κάτω
    • βρίσκομαι σε κατάσταση ταραχής ή αναστάτωσης
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δέντρο δονείται από τον άνεμο.
    • Δονήθηκα από τα νέα του θανάτου του.
    2