1. Λέξη
    δυναμίτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: δυναμική - δυναμικό - δυναμώνω - δυναμικά)
  2. Συνώνυμα
    • εκρηκτική ύλη
    • εκρηκτικό
    2
  3. Αντώνυμα
    • αδρανές υλικό
    • μη εκρηκτικό
    2
  4. Ορισμός
    • Εκρηκτική ύλη που αποτελείται κυρίως από νιτρογλυκερίνη.
    • Χημική ένωση που χρησιμοποιείται σε εκρηκτικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δυναμίτης χρησιμοποιήθηκε για να ανατινάξουν το βράχο.
    • Η ανακάλυψη του δυναμίτη άλλαξε τη βιομηχανία εκρηκτικών.
    2