Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυναμίτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δυναμική
-
δυναμικό
-
δυναμώνω
-
δυναμικά
)
Συνώνυμα
εκρηκτική ύλη
εκρηκτικό
2
Αντώνυμα
αδρανές υλικό
μη εκρηκτικό
2
Ορισμός
Εκρηκτική ύλη που αποτελείται κυρίως από νιτρογλυκερίνη.
Χημική ένωση που χρησιμοποιείται σε εκρηκτικά.
2
Παραδείγματα
Ο δυναμίτης χρησιμοποιήθηκε για να ανατινάξουν το βράχο.
Η ανακάλυψη του δυναμίτη άλλαξε τη βιομηχανία εκρηκτικών.
2