1. Λέξη
    δυναμικό (επίθετο) - (παρόμοια: δυναμικός - δυναμική - δυναμικά - δυναμώνω - δυναμίτης)
  2. Συνώνυμα
    • ενεργητικό
    • ισχυρό
    • δραστήριο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδύναμο
    • αδρανές
    • αποδυναμωμένο
    3
  4. Ορισμός
    • Ότι έχει δύναμη ή ικανότητα να παράγει ενέργεια ή να επιδρά.
    • Ότι χαρακτηρίζεται από δυνατότητα ανάπτυξης ή εξέλιξης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία έχει δυναμικό προσωπικό που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς.
    • Το δυναμικό της οικονομίας της χώρας αυξάνεται συνεχώς.
    2