Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυναμικό (επίθετο) - (παρόμοια:
δυναμικός
-
δυναμική
-
δυναμικά
-
δυναμώνω
-
δυναμίτης
)
Συνώνυμα
ενεργητικό
ισχυρό
δραστήριο
3
Αντώνυμα
αδύναμο
αδρανές
αποδυναμωμένο
3
Ορισμός
Ότι έχει δύναμη ή ικανότητα να παράγει ενέργεια ή να επιδρά.
Ότι χαρακτηρίζεται από δυνατότητα ανάπτυξης ή εξέλιξης.
2
Παραδείγματα
Η εταιρεία έχει δυναμικό προσωπικό που μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της αγοράς.
Το δυναμικό της οικονομίας της χώρας αυξάνεται συνεχώς.
2