Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυναμική (επίθετο) - (παρόμοια:
δυναμικό
-
δυναμικά
-
δυναμικός
-
δυναμώνω
-
δυναμίτης
)
Συνώνυμα
ενεργητική
δραστήρια
ισχυρή
3
Αντώνυμα
αδύναμη
παθητική
αδρανής
3
Ορισμός
που χαρακτηρίζεται από ενέργεια και κίνηση
που έχει δύναμη ή ισχύ
που αναφέρεται σε δυνάμεις ή ενέργειες
3
Παραδείγματα
Η δυναμική προσωπικότητά του τον έκανε να ξεχωρίζει.
Η δυναμική ανάπτυξη της εταιρείας ήταν εντυπωσιακή.
Στη φυσική, η δυναμική μελετά τις δυνάμεις και τις κινήσεις.
3