Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυναμικά (επίρρημα) - (παρόμοια:
δυναμική
-
δυναμικό
-
δυναμικός
-
δυναμώνω
-
δυναμίτης
)
Συνώνυμα
ενεργά
ενεργητικά
ισχυρά
3
Αντώνυμα
αδύναμα
παθητικά
αδρανώς
3
Ορισμός
Με τρόπο που δείχνει δύναμη ή ενέργεια.
Με τρόπο που χαρακτηρίζεται από κίνηση ή ανάπτυξη.
2
Παραδείγματα
Η ομάδα δούλεψε δυναμικά για να ολοκληρώσει το έργο εγκαίρως.
Η αγορά αναπτύσσεται δυναμικά τα τελευταία χρόνια.
2