Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δυσκολεύουν (ρήμα) - (παρόμοια:
δυσκολεύω
-
δυσκολεύομαι
-
δυσκολία
-
δουλεύουν
)
Συνώνυμα
δυσκολεύομαι
δυσκολεύω
δυσκολεύουν
δυσκολεύουνται
4
Αντώνυμα
ευκολεύουν
ευκολεύω
ευκολεύομαι
3
Ορισμός
να αντιμετωπίζω δυσκολίες ή να δυσκολεύομαι να κάνω κάτι
να προκαλώ δυσκολία σε κάποιον
2
Παραδείγματα
Οι μαθητές δυσκολεύουν να λύσουν αυτή την άσκηση.
Οι συνθήκες δυσκολεύουν την πρόσβαση στο βουνό.
2