1. Λέξη
    δυσκολεύουν (ρήμα) - (παρόμοια: δυσκολεύω - δυσκολεύομαι - δυσκολία - δουλεύουν)
  2. Συνώνυμα
    • δυσκολεύομαι
    • δυσκολεύω
    • δυσκολεύουν
    • δυσκολεύουνται
    4
  3. Αντώνυμα
    • ευκολεύουν
    • ευκολεύω
    • ευκολεύομαι
    3
  4. Ορισμός
    • να αντιμετωπίζω δυσκολίες ή να δυσκολεύομαι να κάνω κάτι
    • να προκαλώ δυσκολία σε κάποιον
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι μαθητές δυσκολεύουν να λύσουν αυτή την άσκηση.
    • Οι συνθήκες δυσκολεύουν την πρόσβαση στο βουνό.
    2