Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δουλεύουν (ρήμα) - (παρόμοια:
δουλεύουμε
-
δουλεύω
-
δουλεία
-
δουλειά
-
δυσκολεύουν
-
δουλείες
-
δουλειές
)
Συνώνυμα
εργάζονται
απασχολούνται
δουλεύουνε
3
Αντώνυμα
αδρανούν
τεμπελιάζουν
ξεκουράζονται
3
Ορισμός
Εκτελούν εργασία ή καθήκοντα.
Λειτουργούν ή δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένο χώρο.
Συμμετέχουν σε μια διαδικασία παραγωγής ή υπηρεσίας.
3
Παραδείγματα
Οι εργάτες δουλεύουν σκληρά στο εργοστάσιο.
Οι μηχανές δουλεύουν αδιάκοπα για να παραχθεί το προϊόν.
Τα παιδιά δουλεύουν πάνω στο σχολικό τους έργο.
3