1. Λέξη
    δουλεύουν (ρήμα) - (παρόμοια: δουλεύουμε - δουλεύω - δουλεία - δουλειά - δυσκολεύουν - δουλείες - δουλειές)
  2. Συνώνυμα
    • εργάζονται
    • απασχολούνται
    • δουλεύουνε
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδρανούν
    • τεμπελιάζουν
    • ξεκουράζονται
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελούν εργασία ή καθήκοντα.
    • Λειτουργούν ή δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένο χώρο.
    • Συμμετέχουν σε μια διαδικασία παραγωγής ή υπηρεσίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι εργάτες δουλεύουν σκληρά στο εργοστάσιο.
    • Οι μηχανές δουλεύουν αδιάκοπα για να παραχθεί το προϊόν.
    • Τα παιδιά δουλεύουν πάνω στο σχολικό τους έργο.
    3