Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγιδευμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
παγιδευμένο
-
παγιδευμένος
-
παγιδευτώ
-
παγιδεύω
-
εκπαιδευμένη
)
Συνώνυμα
παγιδευμένος
παγιδευμένο
παγιδευμένες
παγιδευμένων
4
Αντώνυμα
ελεύθερη
ελεύθερος
ελεύθερο
ελεύθερες
ελεύθερων
5
Ορισμός
που έχει πιαστεί σε μια παγίδα
που βρίσκεται σε μια δύσκολη ή αδιέξοδη κατάσταση
που δεν μπορεί να ξεφύγει από μια συγκεκριμένη κατάσταση
3
Παραδείγματα
Η παγιδευμένη γάτα προσπαθούσε να δραπετεύσει από το κλουβί.
Αισθάνθηκε παγιδευμένη στη δουλειά της χωρίς προοπτικές ανέλιξης.
Οι πυροσβέστες έσωσαν την παγιδευμένη γυναίκα από το καμένο κτίριο.
3