1. Λέξη
    παγιδευμένη (επίθετο) - (παρόμοια: παγιδευμένο - παγιδευμένος - παγιδευτώ - παγιδεύω - εκπαιδευμένη)
  2. Συνώνυμα
    • παγιδευμένος
    • παγιδευμένο
    • παγιδευμένες
    • παγιδευμένων
    4
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερη
    • ελεύθερος
    • ελεύθερο
    • ελεύθερες
    • ελεύθερων
    5
  4. Ορισμός
    • που έχει πιαστεί σε μια παγίδα
    • που βρίσκεται σε μια δύσκολη ή αδιέξοδη κατάσταση
    • που δεν μπορεί να ξεφύγει από μια συγκεκριμένη κατάσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η παγιδευμένη γάτα προσπαθούσε να δραπετεύσει από το κλουβί.
    • Αισθάνθηκε παγιδευμένη στη δουλειά της χωρίς προοπτικές ανέλιξης.
    • Οι πυροσβέστες έσωσαν την παγιδευμένη γυναίκα από το καμένο κτίριο.
    3