Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παγιδευμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
παγιδευμένο
-
παγιδευμένη
-
παγιδευτώ
-
παγωμένος
-
εκπαιδευμένος
-
παγιδεύω
)
Συνώνυμα
παγιδευμένος
παγιδευμένη
παγιδευμένο
παγιδευμένοι
παγιδευμένες
παγιδευμένα
6
Αντώνυμα
ελεύθερος
ελεύθερη
ελεύθερο
ελεύθεροι
ελεύθερες
ελεύθερα
6
Ορισμός
που έχει πιαστεί σε μια παγίδα ή σε μια δύσκολη κατάσταση
που δεν μπορεί να ξεφύγει από μια συγκεκριμένη κατάσταση
2
Παραδείγματα
Ο ποντικός ήταν παγιδευμένος στην παγίδα.
Αισθάνθηκε παγιδευμένος στη δουλειά του.
2