1. Λέξη
    παγιδευμένος (επίθετο) - (παρόμοια: παγιδευμένο - παγιδευμένη - παγιδευτώ - παγωμένος - εκπαιδευμένος - παγιδεύω)
  2. Συνώνυμα
    • παγιδευμένος
    • παγιδευμένη
    • παγιδευμένο
    • παγιδευμένοι
    • παγιδευμένες
    • παγιδευμένα
    6
  3. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • ελεύθερη
    • ελεύθερο
    • ελεύθεροι
    • ελεύθερες
    • ελεύθερα
    6
  4. Ορισμός
    • που έχει πιαστεί σε μια παγίδα ή σε μια δύσκολη κατάσταση
    • που δεν μπορεί να ξεφύγει από μια συγκεκριμένη κατάσταση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποντικός ήταν παγιδευμένος στην παγίδα.
    • Αισθάνθηκε παγιδευμένος στη δουλειά του.
    2