Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπληρώνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
πληρώνομαι
-
εκπληρώνω
-
εκπληρώσω
-
ολοκληρώνομαι
-
εκδηλώνομαι
-
εκπλήσσομαι
-
ενώνομαι
-
ενημερώνομαι
-
επανδρώνομαι
-
λερώνομαι
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνομαι
πραγματοποιούμαι
εκτελούμαι
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
ακυρώνομαι
διακόπτομαι
3
Ορισμός
Γίνομαι πλήρως, ολοκληρώνομαι.
Πραγματοποιούμαι, γίνομαι πραγματικότητα.
2
Παραδείγματα
Οι προσδοκίες μου εκπληρώθηκαν με την επιτυχία του έργου.
Η υπόσχεσή του εκπληρώθηκε τελικά μετά από πολλά χρόνια.
2