1. Λέξη
    εκπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: εκπληρώσω - εκπληρώνομαι - πληρώνω - ξεπληρώνω - αναπληρώνω - συμπληρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • πραγματοποιώ
    • εκτελώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • ακυρώνω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Ολοκληρώνω κάτι που είχε προγραμματιστεί ή είχε ζητηθεί.
    • Καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό που οφείλεται.
    • Ικανοποιώ μια απαίτηση ή μια υπόσχεση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Εκπλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις μου πριν φύγω για διακοπές.
    • Ο φοιτητής εκπλήρωσε τις απαιτήσεις για να πάρει το πτυχίο του.
    • Η εταιρεία εκπλήρωσε την υπόσχεσή της για έγκαιρη παράδοση.
    3