Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
εκπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
εκπληρώσω
-
εκπληρώνομαι
-
πληρώνω
-
ξεπληρώνω
-
αναπληρώνω
-
συμπληρώνω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
πραγματοποιώ
εκτελώ
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
ακυρώνω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Ολοκληρώνω κάτι που είχε προγραμματιστεί ή είχε ζητηθεί.
Καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό που οφείλεται.
Ικανοποιώ μια απαίτηση ή μια υπόσχεση.
3
Παραδείγματα
Εκπλήρωσα όλες τις υποχρεώσεις μου πριν φύγω για διακοπές.
Ο φοιτητής εκπλήρωσε τις απαιτήσεις για να πάρει το πτυχίο του.
Η εταιρεία εκπλήρωσε την υπόσχεσή της για έγκαιρη παράδοση.
3